φαράσι

φαράσι
το, Ν
είδος μικρού πλαστικού ή μεταλλικού φτυαριού για τα σκουπίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. faraş].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαράσι — το (λ. τουρκ.), είδος μικρού φτυαριού για το μάζεμα των σκουπιδιών στα σπίτια, ο σκουπιδολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουπιδολόγος — ο, Ν οικιακό σκεύος με το οποίο μαζεύονται τα σκουπίδια, τα αποσαρίδια, το φαράσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • făraş — FĂRÁŞ, făraşe, s.n. Obiect casnic în formă de lopată cu coadă scurtă, în care se adună cu mătura gunoiul, se strânge jarul etc. [var.: foráş s.n.] – Din tc. faraş. Trimis de LauraGellner, 07.05.2004. Sursa: DEX 98  făráş s. n., pl. făráşe Trimis …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”